ΔΦΑ : /ˈkɾo.ni.a/ και /ˈkɾo.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρόνια ή Κρόνια

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κρόνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κρόνια θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Κρόνι
      γενική τῶν Κρονίων
      δοτική τοῖς Κρονίοις
    αιτιατική τὰ Κρόνι
     κλητική ! Κρόνι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία