Σατουρνάλια
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Σατουρνάλια | ||
γενική | των | Σατουρνάλιων & Σατουρναλίων | ||
αιτιατική | τα | Σατουρνάλια | ||
κλητική | Σατουρνάλια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Σατουρνάλια < (άμεσο δάνειο) λατινική Saturnalia < Saturnus (Κρόνος)
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Σατουρνάλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Σατουρνάλια