↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καππαδόκης οι Καππαδόκες
      γενική του Καππαδόκη των Καππαδοκών
    αιτιατική τον Καππαδόκη τους Καππαδόκες
     κλητική Καππαδόκη Καππαδόκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καππαδόκης < αρχαία ελληνική Καππαδόκης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.paˈðo.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καπ‐πα‐δό‐κης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καππαδόκης αρσενικό (θηλυκό Καππαδόκισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Καππαδοκία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Καππαδόκης οἱ Καππαδόκαι
      γενική τοῦ Καππαδόκου τῶν Καππαδοκῶν
      δοτική τῷ Καππαδόκ τοῖς Καππαδόκαις
    αιτιατική τὸν Καππαδόκην τοὺς Καππαδόκᾱς
     κλητική ! Καππαδόκη Καππαδόκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καππαδόκ
γεν-δοτ τοῖν  Καππαδόκαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καππαδόκης < Καππαδοκ(ία) + -ης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Καππαδόκης

Συγγενικά

επεξεργασία