Ελικώνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ελικώνας | ||
γενική | του | Ελικώνα | ||
αιτιατική | τον | Ελικώνα | ||
κλητική | Ελικώνα | |||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ελικώνας < αρχαία ελληνική Ἑλικών < ἑλῐ́κη[1] < ἕλιξ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.liˈko.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐λι‐κώ‐νας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕλικώνας αρσενικό
- βουνό της Βοιωτίας, με υψόμετρο 1.748 μέτρα
- ※ Ο Ελικώνας, βουνό της Βοιωτίας, υψώνεται στα 1748μ. Το όνομά του προέρχεται πιθανώς από τη λέξη ‘’ελίκη’’, που δηλώνει την ιτιά. Ο περιηγητής Παυσανίας, όταν πέρασε από αυτά τα μέρη, τον 2ο αι. μ.Χ., αναφέρει ότι ο Ελικώνας ξεχωρίζει για την ευφορία και την αφθονία των δέντρων του. Σήμερα μεγάλο μέρος του καλύπτεται από έλατα. Το όνομά του μαρτυρείται ήδη τον 6ο αι. π.Χ. σε στίχους της ποιήτριας Κόριννας αλλά και σε λευκή λήκυθο των μέσων του 5ου αι. π.Χ., που βρέθηκε σε τάφο Αθηναίας. Η λήκυθος φέρει παράσταση Μούσας η οποία κάθεται σε βραχώδες έξαρμα και παίζει μουσική: εκεί διακρίνεται το όνομα ΗΛΙΚΟΝ. (*)
- οικισμός της Βοιωτίας
- ποταμός της Ελλάδας στην Πιερία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Ελικώνας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἑλίκη - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.