έξαρμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έξαρμα | τα | εξάρματα |
γενική | του | εξάρματος | των | εξαρμάτων |
αιτιατική | το | έξαρμα | τα | εξάρματα |
κλητική | έξαρμα | εξάρματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έξαρμα < ελληνιστική κοινή ἔξαρμα (εξόγκωμα) < αρχαία ελληνική ἔξαρμα (σήκωμα) < ἐξαίρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέξαρμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία έξαρμα