χούντα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χούντα | οι | χούντες |
γενική | της | χούντας | — | |
αιτιατική | τη | χούντα | τις | χούντες |
κλητική | χούντα | χούντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χούντα < (άμεσο δάνειο) ισπανική junta (ένωση) < λατινική iuncta, θηλυκό του iunctus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος iungo < πρωτοϊταλική *jungō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yunégti / *yungénti < *yewg- (ενώνω, συνδέω, ζεύγνυμι)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxun.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χού‐ντα
- ομόηχο: Χούντα (γυναικείο επώνυμο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
χούντα θηλυκό
- (πολιτική) ομάδα στρατιωτικών που κυβερνούν δικτατορικά, αφού ανήλθαν συνήθως με πραξικόπημα στην εξουσία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- χούντα στη Βικιπαίδεια