Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχουντοποίηση οι αποχουντοποιήσεις
      γενική της αποχουντοποίησης των αποχουντοποιήσεων
    αιτιατική την αποχουντοποίηση τις αποχουντοποιήσεις
     κλητική αποχουντοποίηση αποχουντοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχουντοποίηση < απο- + χούντ(α) + -ο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποχουντοποίηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία