↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χουντικός η χουντική το χουντικό
      γενική του χουντικού της χουντικής του χουντικού
    αιτιατική τον χουντικό τη χουντική το χουντικό
     κλητική χουντικέ χουντική χουντικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χουντικοί οι χουντικές τα χουντικά
      γενική των χουντικών των χουντικών των χουντικών
    αιτιατική τους χουντικούς τις χουντικές τα χουντικά
     κλητική χουντικοί χουντικές χουντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χουντικός < χούντα + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

χουντικός -ή -ό (πολιτική)

  1. ο σχετικός με τη χούντα
  2. που συμμετείχε στη συγκρότηση της στρατιωτικής χούντας του 1967 ή υπηρέτησε ενεργά τη δικτατορία
  3. που υποστηρίζει τη χούντα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία