τονικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τονικός | η | τονική | το | τονικό |
γενική | του | τονικού | της | τονικής | του | τονικού |
αιτιατική | τον | τονικό | την | τονική | το | τονικό |
κλητική | τονικέ | τονική | τονικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τονικοί | οι | τονικές | τα | τονικά |
γενική | των | τονικών | των | τονικών | των | τονικών |
αιτιατική | τους | τονικούς | τις | τονικές | τα | τονικά |
κλητική | τονικοί | τονικές | τονικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τονικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τονικός και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tonal, tonique < λατινική tonicus < ελληνιστική κοινή τονικός. Μορφολογικά αναλύεται σε τόν(ος) + -ικός
- (τόνος μυών) < (λόγιο δάνειο) γαλλική tonique[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /to.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : το‐νι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
τονικός, -ή, -ό
Σύνθετα επεξεργασία
- ατονικός
- διατονικός
- δυστονικός
- δωδεκατονικός
- επτατονικός
- κατατονικός
- μονοτονικός
- πεντατονικός
- πολυτονικός
- συντονικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ τονικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας