Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μόρφημα τα μορφήματα
      γενική του μορφήματος των μορφημάτων
    αιτιατική το μόρφημα τα μορφήματα
     κλητική μόρφημα μορφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόρφημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική morphème < αρχαία ελληνική μορφ(ή + -ème (-ημα)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmoɾ.fi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μόρ‐φη‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόρφημα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μορφή

Υπώνυμα επεξεργασία

ως προς την αυτονομία:

ως προς τη σημασία:

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία