Δείτε επίσης: ἀπάτη, Ἀπάτη, άπατη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απάτη οι απάτες
      γενική της απάτης των απατών
    αιτιατική την απάτη τις απάτες
     κλητική απάτη απάτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απάτη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπάτη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpa.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πά‐τη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απάτη θηλυκό

  1. παραπλανητική πράξη με σκοπό την δυσανάλογη ωφέλεια
  2. (νομικός όρος) ποινικό αδίκημα κατά το οποίο κάποιος αποσπά ξένη περιουσία για να ωφεληθεί ο ίδιος ή τρίτοι
  3. (μεταφορικά) ψέμα, πλάνη
  4. (συνεκδοχικά) αυτός που κάνει απάτες, ο απατεώνας
    μεγάλη απάτη αυτός που μας έφερες τις προάλλες

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία