οφθαλμαπάτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οφθαλμαπάτη | οι | οφθαλμαπάτες |
γενική | της | οφθαλμαπάτης | — | |
αιτιατική | την | οφθαλμαπάτη | τις | οφθαλμαπάτες |
κλητική | οφθαλμαπάτη | οφθαλμαπάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοφθαλμαπάτη θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος νομίζει ότι βλέπει πράγματα ανύπαρκτα ή αντιλαμβάνεται με διαφορετικό ή αλλοιωμένο τρόπο πράγματα υπαρκτά