φρεναπάτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρεναπάτη < (ελληνιστική κοινή) φρεναπατάω / φρεναπάτης + -η < αρχαία ελληνική φρήν + ἀπάτη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɾe.naˈpa.ti/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρεναπάτη θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φρεναπάτη
|