• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

φρεναπάτη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικά
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρεναπάτη οι φρεναπάτες
      γενική της φρεναπάτης των φρεναπατών
    αιτιατική τη φρεναπάτη τις φρεναπάτες
     κλητική φρεναπάτη φρεναπάτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φρεναπάτη < (ελληνιστική κοινή) φρεναπατάω / φρεναπάτης + -η < αρχαία ελληνική φρήν + ἀπάτη

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɾe.naˈpa.ti/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρεναπάτη θηλυκό

  • (λόγιο) κάτι που εξαπατά το μυαλό ή τις αισθήσεις

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • παραίσθηση
  • ψευδαίσθηση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις φρήν και απάτη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    φρεναπάτη
  • → δείτε τις λέξεις παραίσθηση και ψευδαίσθηση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=φρεναπάτη&oldid=7112035"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:56

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 16:56.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας