Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αχαιός οι Αχαιοί
      γενική του Αχαιού των Αχαιών
    αιτιατική τον Αχαιό τους Αχαιούς
     κλητική Αχαιέ Αχαιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αχαιός < αρχαία ελληνική Ἀχαιός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αχαιός αρσενικό

  1. (ιστορία, εθνικό όνομα) μέλος αρχαίου ελληνικού φύλου (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς)
  2. (ελληνική μυθολογία) μυθικός ήρωας, γιος της Κρέουσας και του βασιλιά της Αθήνας Ξούθου ή του βασιλιά της Αχαΐας Αιγιαλού . Αδελφός του Ίωνα, έγινε βασιλιάς της Θεσσαλίας. Από το όνομα του ονομάστηκε ο λαός Αχαιοί και η σημερινή Αχαΐα.
  3. κάτοικος της Αχαΐας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία