Δείτε επίσης: Αρειανός, Ἀρειανός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρειανός οι αρειανοί
      γενική του αρειανού των αρειανών
    αιτιατική τον αρειανό τους αρειανούς
     κλητική αρειανέ αρειανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αρειανός <

Και ουσιαστικοποιημένα.

αρειανός, -ή, -ό

  1. (χριστιανισμός) που έχει σχέση ή αναφέρεται στην αίρεση του Αρείου, στις απόψεις του ή στους οπαδούς της
  2. (αθλητισμός) που σχετίζεται με την ομάδα του Άρη, ανήκει σ’ αυτή ή αναφέρεται σ’ αυτή
  3. που έχει σχέση με τον πλανήτη Άρη, ανήκει σ' αυτόν ή (φανταστικά) κατάγεται απ' αυτόν

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρειανός αρσενικό

  1. (χριστιανισμός) οπαδός (της αίρεσης) του Αρείου
    άλλες μορφές: αρειανιστής, άρειος
  2. (αθλητισμός) φίλαθλος ή οπαδός της ομάδας του Άρη
    άλλες μορφές: αρειανιστής, άρειος
  3. (φανταστικός) κάτοικος του πλανήτη Άρη
    άλλες μορφές: άρειος
    (θηλυκό αρειανή)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία