ἄχρι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἄχρῐ < πιθανώς μηδενισμένη βαθμίδα του μέχρῐ(ς) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *me-ǵʰ(s)ri (τοπική: κοντά, μέχρι) < *me (με) + *ǵʰes- (χέρι), κατ᾿ άλλους συνεσταλμένη βαθμίδα από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *me- (όπως στο μέσον) που χρησιμοποιείτο ως βάση για επιρρήματα και προθέσεις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: άχρι
Σημειώσεις
επεξεργασία- Η λέξη αρχικώς είχε χρήση ως επίρρημα, μετά ως πρόθεση και υστερογενώς ως συνδέσμου
- Οι τραγικοί ποιητές ουδαμού χρησιμοποιούν αυτήν τη λέξη μηδέ τις μορφές της
Επίρρημα
επεξεργασίαἄχρῐ και επικός τύπος : ἄχρῐς (ευφωνικός, πριν από φωνήεν)
- (Στον Όμηρο) μέχρι τέλους, ολοκληρωτικά, ολοσχερώς, παντελώς
- (χρονικό, μεθομηρικά, πριν από πρόθεση) ώσπου
- (τοπικό, μεθομηρικά, πριν από πρόθεση) μέχρι, ως
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 153
- πλῆθος τῆς καταβάσεως τῆς ὁδοῦ ἀπὸ τῆς ἐν Βαβυλῶνι μάχης ἄχρι εἰς Κοτύωρα σταθμοὶ ἑκατὸν εἴκοσι δύο, παρασάγγαι ἑξακόσιοι καὶ εἴκοσι, στάδιοι μύριοι καὶ ὀκτακισχίλιοι καὶ ἑξακόσιοι, χρόνου πλῆθος ὀκτὼ μῆνες.
- → δείτε λατινικά ūsque ad
- (σπανιότερα, μετά την πρόθεση και το ουσιαστικό)
- ※ 4ος κε αιώνας Κόϊντος ὁ Σμυρναῖος, Τὰ μεθ᾿ Ὅμηρον, βʹ
- ὄφρα τι καὶ Κρονίδαο πρεὶ φρένας ἄλγος ἵκηται·
οὐ γὰρ ἀτιμοτέρη Νηρηίδος ἐκ Διὸς αὐτοῦ
πάντ᾽ ἐπιδερκομένη, πάντ᾽ ἐς τέλος ἄχρις ἄγουσα·
μαψιδίως γὰρ ἐμὸν φάος οὐ νῦν ὠπίσατο Ζεύς.
- ὄφρα τι καὶ Κρονίδαο πρεὶ φρένας ἄλγος ἵκηται·
- (σπάνιο, με αιτιατική)
- ※ 1ος κε αιώνας Κόϊντος Σουλπίκιος Μάξιμος, Κοΐντου Σουλπικίου Μαξίμου Ἔπος, αʹ.κεʹ[1]
- τί σου
πυρὸς ἀκ<α>μάτοιο /
φλὸξ ἄχρι καὶ θρόνον
ἦλθεν ἐμὸν καὶ ἐπ’ εὐ-
ρέα κόσμον;
- τί σου
- (με επίρρημα)
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀντώνιος, 34.9
- οὗτος ἀπὸ Πάρθων ἄχρι δεῦρο τεθριάμβευκε μόνος, ἀνὴρ γένει μὲν ἀφανής
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 153
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαἄχρῐ (με γενική) και επικός τύπος : ἄχρῐς (ευφωνικός, πριν από φωνήεν)
- (χρονικό) μέχρι, έως ότου
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Ἀποκάλυψις Ἰωάννου 2.10
- ἰδού, μέλλει βαλεῖν ἐξ ὑμῶν ὁ διάβολος εἰς φυλακήν, ἵνα πειρασθῆτε· καὶ ἕξετε θλῖψιν ἡμέρας δέκα. γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Ἀποκάλυψις Ἰωάννου 2.10
- (τοπικό) μέχρι, έως εκεί
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 138.1
- πλὴν τῆς ἐσόδου τὸ ἄλλο νῆσος ἐστί· ἐκ γὰρ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι οὐ συμμίσγουσαι ἀλλήλῃσι, ἀλλ᾽ ἄχρι τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ ἑκατέρη ἐσέχει, ἣ μὲν τῇ περιῤῥέουσα ἣ δὲ τῇ, εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν ποδῶν, δένδρεσι κατάσκιος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 138.1
- (για μέτρο, βαθμό)
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Συμπόσιονw, 263 , (4.37)
- ἐγὼ δὲ οὕτω μὲν πολλὰ ἔχω ὡς μόλις αὐτὰ καὶ [ἐγὼ ἂν] αὐτὸς εὑρίσκω· ὅμως δὲ περίεστί μοι καὶ ἐσθίοντι ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν ἀφικέσθαι καὶ πίνοντι μέχρι τοῦ μὴ διψῆν καὶ ἀμφιέννυσθαι ὥστε ἔξω μὲν μηδὲν μᾶλλον Καλλίου τούτου τοῦ πλουσιωτάτου ῥιγοῦν·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Συμπόσιονw, 263 , (4.37)
Σύνδεσμος
επεξεργασίαἄχρῐ και επικός τύπος : ἄχρῐς (ευφωνικός, πριν από φωνήεν)
- «ἄχρι οὗ» ή απλώς «ἄχρι»
- (χρονικό) μέχρις ότου, έως ότου, με τον όρο ότι..., εφ᾿ όσον, ενόσω
- («ἄχρις οὗ ἂν» ή «ἄχρις ἂν» με υποτακτική) μέχρις ότου
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ συρίγγων, 3
- ἐᾷν ἄχρις οὗ ἡ στυπτηρίη ὑγρὴ γένηται τὸν δὲ ἀρχὸν σμύρνῃ ἀλείφειν, ἄχρις οὗ ἂν δοκέῃ ξυμπεφυκέναι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ τῶν ἐντὸς παθῶν, 40
- Πολλάκις δὲ καὶ ἐξαπίνης ἡ νοῦσος ἀνῆκε, καὶ δοκέει ὑγιὴς εἶναι· ἀλλὰ φυλάσσεσθαι χρὴ, ἄχρις ἂν αἱ τέσσαρες καὶ εἴκοσιν ἡμέραι παρέλθωσιν· ἢν γὰρ ταύτας διαφύγῃ, οὐ μάλα θνήσκει.
- Σημείωση: συχνά το «ἄν» παραλείπεται, ειδικά στους μη αττικούς συγγραφείς
- ※ 2ος/1ος πκε αιώνας Βίων ὁ Σμυρναῖος, Ἀδώνιδος ἐπιτάφιος, στίχ. 40
- ἄχρις ἀποψύχῃς ἐς ἐμὸν στόμα κεἰς ἐμὸν ἧπαρ
πνεῦμα τεὸν ῥεύσῃ, τὸ δέ σευ γλυκὺ φίλτρον ἀμέλξω,
ἐκ δὲ πίω τὸν ἔρωτα, φίλημα δὲ τοῦτο φυλάξω
ὡς αὐτὸν τὸν Ἄδωνιν
- ἄχρις ἀποψύχῃς ἐς ἐμὸν στόμα κεἰς ἐμὸν ἧπαρ
- άλλες μορφές: ἄχρεις (ελληνιστική κοινή)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ συρίγγων, 3
- (τοπικό, χρησιμοποιείται για διάστημα) τόσο μακριά ως, μέχρις εδώ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 5, 207 , (4, 16)
- καὶ ὁ μὲν Ἀσσύριος διώξας ἄχρι οὗ ἀσφαλὲς ᾤετο εἶναι ἀπετράπετο· οἱ δὲ Καδούσιοι ἐσῴζοντο πρὸς τὸ στρατόπεδον ἀμφὶ δείλην οἱ πρῶτοι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 5, 207 , (4, 16)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών
- ἄχρι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.