Ετυμολογία

επεξεργασία
ενόσω < μεσαιωνική ελληνική ἐν'όσῳ < αρχαία ελληνική ἐν ὅσῳ

Έντονο κείμενο

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

ενόσω

  • κατά τη διάρκεια, καθώς, για όση ώρα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία