μέχρις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μέχρις < αρχαία ελληνική μέχρις
Πρόθεση
επεξεργασίαμέχρις
- μέχρι (πριν από φωνήεν)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαμέχρις
- μέχρι (πριν από φωνήεν)