Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέχρις < αρχαία ελληνική μέχρις

  Πρόθεση επεξεργασία

μέχρις

  1. μέχρι (πριν από φωνήεν)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μέχρις < μέχρι + ς (για λόγους ευφωνίας)

  Πρόθεση επεξεργασία

μέχρις

  1. μέχρι (πριν από φωνήεν)