Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρυσόκολλα οι χρυσόκολλες
      γενική της χρυσόκολλας
    αιτιατική τη χρυσόκολλα τις χρυσόκολλες
     κλητική χρυσόκολλα χρυσόκολλες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρυσόκολλα < χρυσό- + -κολλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χρυσόκολλα θηλυκό

  • ένυδρο πυριτικό ορυκτό του χαλκού και του αργιλίου, γνωστό από την αρχαιότητα ως υλικό κατασκευής κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων, με μειωμένη αντοχή, λόγω της χαμηλής του σκληρότητας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία