χρυσόκολλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρυσόκολλα < αρχαία ελληνική χρυσόκολλα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική chrysocolle ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική chrysocolla)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρυσόκολλα θηλυκό
- (ορυκτολογία) ένυδρο πυριτικό ορυκτό του χαλκού και του αργιλίου, γνωστό από την αρχαιότητα ως υλικό κατασκευής κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων, με μειωμένη αντοχή, λόγω της χαμηλής του σκληρότητας
- ειδική κόλλα με χρυσόσκονη
Συγγενικά
επεξεργασία- χρυσοκολλάω / χρυσοκολλώ (χρυσοκολλιέμαι)
- χρυσοκολλημένος
- χρυσοκόλληση
- χρυσοκόλλητος
- → δείτε τις λέξεις χρυσός και κόλλα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρυσόκολλα
Πηγές
επεξεργασία- χρυσόκολλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χρυσόκολλα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)