πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χρυσόσκονη οι χρυσόσκονες
      γενική της χρυσόσκονης των χρυσόσκονων
    αιτιατική τη χρυσόσκονη τις χρυσόσκονες
     κλητική χρυσόσκονη χρυσόσκονες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
χρυσόσκονη < χρυσό- + σκόνη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χρυσόσκονη θηλυκό

  • σκόνη από λαμπερούς κίτρινους κόκκους για ζωγραφική και άλλες χρήσεις

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία