χρυσοκολλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρυσοκολλώ < χρυσόκολλα + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαχρυσοκολλώ (παθητική φωνή: χρυσοκολλιέμαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρυσοκολλάω - χρυσοκολλώ | χρυσοκολλούσα | θα χρυσοκολλάω - χρυσοκολλώ | να χρυσοκολλάω - χρυσοκολλώ | χρυσοκολλώντας | |
β' ενικ. | χρυσοκολλάς | χρυσοκολλούσες | θα χρυσοκολλάς | να χρυσοκολλάς | χρυσοκόλλα - χρυσοκόλλαγε | |
γ' ενικ. | χρυσοκολλάει - χρυσοκολλά | χρυσοκολλούσε | θα χρυσοκολλάει - χρυσοκολλά | να χρυσοκολλάει - χρυσοκολλά | ||
α' πληθ. | χρυσοκολλάμε - χρυσοκολλούμε | χρυσοκολλούσαμε | θα χρυσοκολλάμε - χρυσοκολλούμε | να χρυσοκολλάμε - χρυσοκολλούμε | ||
β' πληθ. | χρυσοκολλάτε | χρυσοκολλούσατε | θα χρυσοκολλάτε | να χρυσοκολλάτε | χρυσοκολλάτε | |
γ' πληθ. | χρυσοκολλάν(ε) - χρυσοκολλούν(ε) | χρυσοκολλούσαν(ε) | θα χρυσοκολλάν(ε) - χρυσοκολλούν(ε) | να χρυσοκολλάν(ε) - χρυσοκολλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρυσοκόλλησα | θα χρυσοκολλήσω | να χρυσοκολλήσω | χρυσοκολλήσει | ||
β' ενικ. | χρυσοκόλλησες | θα χρυσοκολλήσεις | να χρυσοκολλήσεις | χρυσοκόλλα - χρυσοκόλλησε | ||
γ' ενικ. | χρυσοκόλλησε | θα χρυσοκολλήσει | να χρυσοκολλήσει | |||
α' πληθ. | χρυσοκολλήσαμε | θα χρυσοκολλήσουμε | να χρυσοκολλήσουμε | |||
β' πληθ. | χρυσοκολλήσατε | θα χρυσοκολλήσετε | να χρυσοκολλήσετε | χρυσοκολλήστε | ||
γ' πληθ. | χρυσοκόλλησαν χρυσοκολλήσαν(ε) |
θα χρυσοκολλήσουν(ε) | να χρυσοκολλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρυσοκολλήσει | είχα χρυσοκολλήσει | θα έχω χρυσοκολλήσει | να έχω χρυσοκολλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρυσοκολλήσει | είχες χρυσοκολλήσει | θα έχεις χρυσοκολλήσει | να έχεις χρυσοκολλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρυσοκολλήσει | είχε χρυσοκολλήσει | θα έχει χρυσοκολλήσει | να έχει χρυσοκολλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρυσοκολλήσει | είχαμε χρυσοκολλήσει | θα έχουμε χρυσοκολλήσει | να έχουμε χρυσοκολλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρυσοκολλήσει | είχατε χρυσοκολλήσει | θα έχετε χρυσοκολλήσει | να έχετε χρυσοκολλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρυσοκολλήσει | είχαν χρυσοκολλήσει | θα έχουν χρυσοκολλήσει | να έχουν χρυσοκολλήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσοκολλώ
|
Πηγές
επεξεργασία- χρυσοκολλώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)