χρυσοκόλληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρυσοκόλληση | οι | χρυσοκολλήσεις |
γενική | της | χρυσοκόλλησης* | των | χρυσοκολλήσεων |
αιτιατική | τη | χρυσοκόλληση | τις | χρυσοκολλήσεις |
κλητική | χρυσοκόλληση | χρυσοκολλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρυσοκολλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρυσοκόλληση < χρυσοκολλώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρυσοκόλληση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χρυσοκολλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσοκόλληση
|
Πηγές
επεξεργασία- χρυσοκόλληση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)