χλωροπαραφίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χλωροπαραφίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chloroparaffin < αρχαία ελληνική χλωρός + γερμανική Ρaraffin < λατινική paraffinum < parum + affinis < finis
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλωροπαραφίνη θηλυκό
- (χημεία) χημική ένωση που ανήκει στην κατηγορία των χλωριωμένων παραφινών, που χρησιμοποιούνται ευρέως ως πλαστικοποιητές σε πλαστικά, επιβραδυντικά φλόγας, και ως πρόσθετα σε λιπαντικά έλαια και καύσιμα, ενώ ενέχουν κινδύνους για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Chlorinated paraffins στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία χλωροπαραφίνη