↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χλωροπαραφίνη οι χλωροπαραφίνες
      γενική της χλωροπαραφίνης των χλωροπαραφινών
    αιτιατική τη χλωροπαραφίνη τις χλωροπαραφίνες
     κλητική χλωροπαραφίνη χλωροπαραφίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χλωροπαραφίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chloroparaffin < αρχαία ελληνική χλωρός + γερμανική Ρaraffin < λατινική paraffinum < parum + affinis < finis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χλωροπαραφίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία