Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλαστικοποιητής οι πλαστικοποιητές
      γενική του πλαστικοποιητή των πλαστικοποιητών
    αιτιατική τον πλαστικοποιητή τους πλαστικοποιητές
     κλητική πλαστικοποιητή πλαστικοποιητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλαστικοποιητής < πλαστικοποιώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλαστικοποιητής αρσενικό

  • πρόσθετο που αυξάνει την πλαστικότητα ή ρευστότητα ενός υλικού

  Μεταφράσεις επεξεργασία