πλαστικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπλαστικοποιώ
- προσδίδω πλαστικότητα σε ένα άκαμπτο υλικό (όπως το τσιμέντο)
- καλύπτω εξωτερικά μία ταυτότητα ή κάρτα με διαφανές προστατευτικό πλαστικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλαστικοποιώ