χλωριωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χλωριωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χλωριώνω
Μετοχή επεξεργασία
χλωριωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί χλωρίωση
- (χημεία) που στο μόριό του φέρει πρόσθετα ένα άτομο χλωρίου μετά από σχετική χημική αντίδραση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χλωριωμένος
|