Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλωρικός η χλωρική το χλωρικό
      γενική του χλωρικού της χλωρικής του χλωρικού
    αιτιατική τον χλωρικό τη χλωρική το χλωρικό
     κλητική χλωρικέ χλωρική χλωρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλωρικοί οι χλωρικές τα χλωρικά
      γενική των χλωρικών των χλωρικών των χλωρικών
    αιτιατική τους χλωρικούς τις χλωρικές τα χλωρικά
     κλητική χλωρικοί χλωρικές χλωρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλωρικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

χλωρικός

  1. σχετικός με το χλώριο
  2. που περιέχει χλώριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία