Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χλωριώνω < χλώριο + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

χλωριώνω, πρτ.: χλωρίωνα, στ.μέλλ.: θα χλωριώσω, αόρ.: χλωρίωσα, παθ.φωνή: χλωριώνομαι, μτχ.π.π.: χλωριωμένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία