χλωρίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλωρίωση | οι | χλωριώσεις |
γενική | της | χλωρίωσης* | των | χλωριώσεων |
αιτιατική | τη | χλωρίωση | τις | χλωριώσεις |
κλητική | χλωρίωση | χλωριώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χλωριώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλωρίωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχλωρίωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της προσθήκης χλωρίου ή ατόμων χλωρίου
- (ειδικότερα) η προσθήκη χλωρίου στο νερό που προορίζεται για πόσιμο
- (σπάνιο) η προσθήκη λευκαντικού χλωρίου στο νερό της μπουγάδας
Μεταφράσεις
επεξεργασία χλωρίωση