χειλόποδα
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χειλόποδα | ||
γενική | των | χειλόποδων | ||
αιτιατική | τα | χειλόποδα | ||
κλητική | χειλόποδα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χειλόποδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chilopoda < αρχαία ελληνική χεῖλος / χῆλος (δωρικός τύπος τού χεῖλος) + πούς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειλόποδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ζωολογία) κλάση σαρκοβόρων δηλητηριωδών και συνήθως νυκτόβιων αρθροπόδων, που ανήκουν στην υποσυνομοταξία των μυριαπόδων, ζουν κυρίως σε υγρά περιβάλλοντα και χαρακτηρίζονται από το μακρόστενο, επίπεδο σώμα τους, το οποίο αποτελείται από πολλά τμήματα, το καθένα με ένα ζευγάρι ποδιών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- χειλόποδα στη Βικιπαίδεια
Σημειώσεις
επεξεργασία- σπάνια απαντά και ο ενικός χειλόποδο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χειλόποδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χηλόποδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- χειλόποδο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: χειλόποδο