χειλόποδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειλόποδο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chilopoda < αρχαία ελληνική χεῖλος / χῆλος (δωρικός τύπος τού χεῖλος) + πούς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχειλόποδο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειλόποδο
|
Πηγές
επεξεργασία- χειλόποδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χηλόποδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- χειλόποδο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: χειλόποδο