χηλόποδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | χηλόποδα | ||
γενική | των | χηλόποδων | ||
αιτιατική | τα | χηλόποδα | ||
κλητική | χηλόποδα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χηλόποδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chilopoda < αρχαία ελληνική χεῖλος / χῆλος (δωρικός τύπος τού χεῖλος) + πούς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχηλόποδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ζωολογία) άλλη μορφή του χειλόποδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία χηλόποδα
|