Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χηλόποδα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χηλόποδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία