χαρισματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρισματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική charismatic < ελληνιστική κοινή χάρισμα, χαρισματ- + -ικός[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.ɾi.zma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρι‐σμα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
χαρισματικός, -ή, -ό
- που έχει ένα μεγάλο χάρισμα ή και πολλά, που είναι προικισμένος με ιδιαίτερα ταλέντα
- ↪ Είναι έξυπνος, καλός, πράος, δουλευταράς: χαρισματικός άνθρωπος!
- (για χαρακτηριστικό) ξεχωριστά ωραίος, καλός, εξαιρετικός
- ↪ έχει χαρισματική γραφή
- (για δημόσια πρόσωπα) που εμπνέουν και έχουν τη λαϊκή αποδοχή
- ↪ χαρισματικός ηγέτης
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαρισματικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ χαρισματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας