↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρισματικός η χαρισματική το χαρισματικό
      γενική του χαρισματικού της χαρισματικής του χαρισματικού
    αιτιατική τον χαρισματικό τη χαρισματική το χαρισματικό
     κλητική χαρισματικέ χαρισματική χαρισματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρισματικοί οι χαρισματικές τα χαρισματικά
      γενική των χαρισματικών των χαρισματικών των χαρισματικών
    αιτιατική τους χαρισματικούς τις χαρισματικές τα χαρισματικά
     κλητική χαρισματικοί χαρισματικές χαρισματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαρισματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική charismatic < ελληνιστική κοινή χάρισμα, χαρισματ- + -ικός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xa.ɾi.zma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ρι‐σμα‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

χαρισματικός, -ή, -ό

  1. που έχει ένα μεγάλο χάρισμα ή και πολλά, που είναι προικισμένος με ιδιαίτερα ταλέντα
    ⮡  Είναι έξυπνος, καλός, πράος, δουλευταράς: χαρισματικός άνθρωπος!
  2. (για χαρακτηριστικό) ξεχωριστά ωραίος, καλός, εξαιρετικός
    ⮡  έχει χαρισματική γραφή
  3. (για δημόσια πρόσωπα) που εμπνέουν και έχουν τη λαϊκή αποδοχή
    ⮡  χαρισματικός ηγέτης

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία