charismatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ʁis.ma.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
charismatique | charismatiques |
charismatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
charismatique | charismatiques |
charismatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό