χαρισματικές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xa.ri.zma.tiˈces/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρι‐σμα‐τι‐κές
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχαρισματικές θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαρισματική