φρέζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φρέζα | οι | φρέζες |
γενική | της | φρέζας | των | φρεζών |
αιτιατική | τη | φρέζα | τις | φρέζες |
κλητική | φρέζα | φρέζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φρέζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fresa < γαλλική fraise[1] < λατινική fraga, πληθυντικός του fragum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰrHǵ-o-
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφρέζα θηλυκό
- εργαλειομηχανή με περιστρεφόμενο κοπτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στα μηχανουργεία για την κατεργασία μετάλλου ή ξύλου
- (κατ’ επέκταση) το περιστρεφόμενο κοπτικό εργαλείο της μηχανής αυτής
- μηχάνημα στο οποίο προσαρμόζονται διάφορα εξαρτήματα για διάφορες γεωργικές εργασίες
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φρέζα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φρέζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας