Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρεζάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φρεζάρισμα
τα
φρεζαρίσμα
τ
α
γενική
του
φρεζαρίσμα
τ
ος
των
φρεζαρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
φρεζάρισμα
τα
φρεζαρίσμα
τ
α
κλητική
φρεζάρισμα
φρεζαρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρεζάρισμα
<
φρεζάρ(ω)
+
-ισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φρεζάρισμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
ή το
αποτέλεσμα
του
φρεζάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρεζάρισμα