φρεζάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φρεζάτος | η | φρεζάτη | το | φρεζάτο |
γενική | του | φρεζάτου | της | φρεζάτης | του | φρεζάτου |
αιτιατική | τον | φρεζάτο | τη | φρεζάτη | το | φρεζάτο |
κλητική | φρεζάτε | φρεζάτη | φρεζάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φρεζάτοι | οι | φρεζάτες | τα | φρεζάτα |
γενική | των | φρεζάτων | των | φρεζάτων | των | φρεζάτων |
αιτιατική | τους | φρεζάτους | τις | φρεζάτες | τα | φρεζάτα |
κλητική | φρεζάτοι | φρεζάτες | φρεζάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφρεζάτος, -η, -ο
- που έχει δουλευτεί με φρέζα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φρέζα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φρεζάτος
|