Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρεζαδόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
φρεζαδόρ
ος
οι
φρεζαδόρ
οι
γενική
του
φρεζαδόρ
ου
των
φρεζαδόρ
ων
αιτιατική
τον
φρεζαδόρ
ο
τους
φρεζαδόρ
ους
κλητική
φρεζαδόρ
ε
φρεζαδόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρεζαδόρος
<
φρέζ(α)
+
-αδόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φρεζαδόρος
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
εργάτης
που χειρίζεται
φρέζα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρεζαδόρος