εργαλειομηχανή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εργαλειομηχανή < εργαλείο + -ο- + -μηχανή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική machine tool)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεργαλειομηχανή θηλυκό
- μηχανή για την επεξεργασία μεταλλικών κομματιών και επαναλαμβανόμενες κοπές
Υπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εργαλειομηχανή