↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργαλειομηχανή οι εργαλειομηχανές
      γενική της εργαλειομηχανής των εργαλειομηχανών
    αιτιατική την εργαλειομηχανή τις εργαλειομηχανές
     κλητική εργαλειομηχανή εργαλειομηχανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εργαλειομηχανή < εργαλείο + -ο- + -μηχανή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική machine tool)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εργαλειομηχανή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία