Δείτε επίσης: ὑοειδής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υοειδής η υοειδής το υοειδές
      γενική του υοειδούς* της υοειδούς του υοειδούς
    αιτιατική τον υοειδή την υοειδή το υοειδές
     κλητική υοειδή(ς) υοειδής υοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υοειδείς οι υοειδείς τα υοειδή
      γενική των υοειδών των υοειδών των υοειδών
    αιτιατική τους υοειδείς τις υοειδείς τα υοειδή
     κλητική υοειδείς υοειδείς υοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υοειδής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑοειδής. Συγχρονικά αναλύεται σε Υ (το γράμμα ύψιλον) + -ο- + -ειδής.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.o.iˈðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐ο‐ει‐δής

  Επίθετο επεξεργασία

υοειδής, -ής, -ές

  • που έχει το σχήμα του γράμματος Υ
    1. (ανατομία) οστό που έχει το σχήμα Υ
    2. (μηχανική) εξάρτημα που έχει το σχήμα Υ

Εκφράσεις επεξεργασία

  • (ανατομία) υοειδές οστό/οστούν: οστό σε σχήμα Υ (τόξου) κάτω από τη γλώσσα
    ※  Μελετώντας το πλατάγισμα των χειλιών στους τζελάντα οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν παρατήρησαν ότι στο συγκεκριμένο είδος η φαινομενικά απλή αυτή κίνηση – η οποία απαιτεί ένα σύνθετο συγχρονισμό των χειλιών, της γλώσσας και του υοειδούς οστού ανάμεσα στο σαγόνι και τον θυρεοειδή – είναι πολύ πιο «εξελιγμένη». (http://news.in.gr, 10/4/2013)
  • (ανατομία) υοειδές τόξο: το δεύτερο από τα βραγχιακά τόξα
  • (μηχανική) υοειδές στέλεχος: εξάρτημα του γρύλου

Δείτε επίσης επεξεργασία

→ και δείτε τον όρο -ειδής & Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ειδής στο Βικιλεξικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)