Δείτε επίσης: υοειδής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὑοειδής τὸ ὑοειδές
      γενική τοῦ/τῆς ὑοειδοῦς τοῦ ὑοειδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ὑοειδεῖ τῷ ὑοειδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑοειδ τὸ ὑοειδές
     κλητική ! ὑοειδές ὑοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑοειδεῖς τὰ ὑοειδ
      γενική τῶν ὑοειδῶν τῶν ὑοειδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑοειδέσ(ν) τοῖς ὑοειδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑοειδεῖς τὰ ὑοειδ
     κλητική ! ὑοειδεῖς ὑοειδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑοειδεῖ τὼ ὑοειδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ὑοειδοῖν τοῖν ὑοειδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑοειδής < (το γράμμα Υ) + -ο- + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

ὑοειδής, -ής, -ές []

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία