τοκομερίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοκομερίδιο < (καθαρεύουσα) τοκομερίδιον < τόκος + -ο- + μερίδιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοκομερίδιο ουδέτερο
- (οικονομία) απόδειξη που έχει προσαρτηθεί σε ανώνυμο χρεώγραφο (ομολογία) και με την οποία ο κομιστής μπορεί να εισπράξει τον τόκο ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος