τέρμινθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τέρμινθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέρμινθος, από τη σημασία «ογκίδια στον καρπό της τερμίνθου» που είναι όμοια με τα μολυσματικά ογκίδια της νόσου[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈter.min.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέρ‐μιν‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασίατέρμινθος θηλυκό
- (ιατρική) ιογενής δερματοπάθεια που εκδηλώνεται με μικρούς όγκους
- ↪ μολυσματική τέρμινθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τέρμινθος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τέρμινθος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- τέρμινθος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- τέρμινθος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τέρμινθος | αἱ | τέρμινθοι |
γενική | τῆς | τερμίνθου | τῶν | τερμίνθων |
δοτική | τῇ | τερμίνθῳ | ταῖς | τερμίνθοις |
αιτιατική | τὴν | τέρμινθον | τὰς | τερμίνθους |
κλητική ὦ! | τέρμινθε | τέρμινθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τερμίνθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τερμίνθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τέρμινθος < → λείπει η ετυμολογία [1][2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίατέρμινθος θηλυκό
- (φυτό, ξηρός καρπός) είδος φιστικιάς και ο καρπός αυτού του φυτού από το οποίο παράγεται η τσικουδιά
- παρασιτικό εξόγκωμα της ελιάς
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: τέρμινθος
- → χρειάζεται παράθεμα Ιπποκράτη, Γαληνού, για τα ογκίδια των καρπών και τον συσχετισμό με τη νεοελληνική σημασία
- (κατά τον Ησύχιο, τον Φώτιο και το Μέγα Ετυμολογικόν) φυτό όμοιο με το λινάρι από το οποίο κατασκεύαζαν οι Αθηναίοι αλιευτικές ορμιές
- ※ ΕΜ.753.10 - Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
- Τερμινθός, καὶ τέρμινθος, ἐμφερὲς λίνῳ φυτόν· ἐξ οὗ πλέκειν φασὶν Ἀθηναίους ὁρμιὰς χρειώδεις εἰς τὰ πάντα, καὶ πρὸς ἀλεξιφάρμακα.
- ※ ΕΜ.753.10 - Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
- συνώνυμο του πιστάκη
Άλλες μορφές
επεξεργασία- τερέβινθος (μεταγενέστερος τύπος)
- τρέμιθος
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ τέρμινθος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ τέρμινθος σελ. 1469-1470 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- τέρμινθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέρμινθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.