τερέβινθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τερέβινθος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τερέβινθος[1]
- (όρο βοτανικής) < (λόγιο δάνειο) νεολατινική terebinthus < αρχαία ελληνική τερέβινθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίατερέβινθος θηλυκό
- (φυτό) χαρακτηρισμός είδους κωνοφόρου δέντρου (Πιστακιά η τερέβινθος, Pistacia terebinthus) που φύεται γύρω από τη Μεσόγειο, συγγενές με τη φιστικιά (Pistacia vera) και το σχίνο (Pistacia lentiscus). Από τη ρητίνη του παράγεται η τερεβινθίνη, δηλαδή το νέφτι.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τερέβινθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τερέβινθος | αἱ | τερέβινθοι |
γενική | τῆς | τερεβίνθου | τῶν | τερεβίνθων |
δοτική | τῇ | τερεβίνθῳ | ταῖς | τερεβίνθοις |
αιτιατική | τὴν | τερέβινθον | τὰς | τερεβίνθους |
κλητική ὦ! | τερέβινθε | τερέβινθοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τερεβίνθω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τερεβίνθοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τερέβινθος < μεταγενέστερος σχηματισμός της λέξης τέρμινθος πιθανώς κατά το ἐρέβινθος, επίσης βοτανικός όρος προελληνικής προέλευσης που παρουσιάζει την ίδια κατάληξη εξ ου και η σύγχυση. Η λέξη είναι πιθανότατα από την προελληνική .
Ουσιαστικό
επεξεργασίατερέβινθος θηλυκό
- μεταγενέστερος τύπος του τέρμινθος
Πηγές
επεξεργασία- τερέβινθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τερέβινθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.