terebinto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- terebinto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | terebinto | terebintoj |
αιτιατική | terebinton | terebintojn |
terebinto (eo)
- το τερεβινθέλαιο
- η τερεβινθίνη
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
terebinto (es)
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
terebinto (it)