• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

τσικουδιά

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσικουδιά οι τσικουδιές
      γενική της τσικουδιάς των τσικουδιών
    αιτιατική την τσικουδιά τις τσικουδιές
     κλητική τσικουδιά τσικουδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τσικουδιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσίκουδο

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τσικουδιά θηλυκό

  1. (ποτό) παραδοσιακό κρητικό οινοπνευματώδες ποτό (ρακή στεμφύλων σταφυλής), παρόμοιο με το τσίπουρο
    υπερώνυμο: ρακή
  2. (φυτό) το φυτό τερέβινθος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    τσικουδιά
  • γαλλικά : raki (fr)crétois (fr),
  • τουρκικά : Girit rakısı (tr), çikudya (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τσικουδιά&oldid=5640274"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 20:16
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 20:16.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie