↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσικουδιά οι τσικουδιές
      γενική της τσικουδιάς των τσικουδιών
    αιτιατική την τσικουδιά τις τσικουδιές
     κλητική τσικουδιά τσικουδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσικουδιά < τσίκουδο + -ιά < μεσαιωνική ελληνική τσίκουδο[1] < τουρκική çiğde[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσικουδιά θηλυκό

  1. (ποτό) παραδοσιακό κρητικό οινοπνευματώδες ποτό (ρακή στεμφύλων σταφυλής), παρόμοιο με το τσίπουρο
    υπερώνυμο: ρακή
  2. (φυτό) το φυτό τερέβινθος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.