τσίκουδο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσίκουδο | τα | τσίκουδα |
γενική | του | τσίκουδου | των | τσίκουδων |
αιτιατική | το | τσίκουδο | τα | τσίκουδα |
κλητική | τσίκουδο | τσίκουδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσίκουδο ουδέτερο
- (βοτανική) ο καρπός της τσικουδιάς, του τερέβινθου
- (ιδιωματικό) το στέμφυλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσίκουδο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.