Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιστάκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πιστάκη. Δείτε και φιστίκι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιστάκη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πιστάκη σελ.5933 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)

  Πηγές επεξεργασία

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία