ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πιστάκιον τὰ πιστάκι
      γενική τοῦ πιστακίου τῶν πιστακίων
      δοτική τῷ πιστακί τοῖς πιστακίοις
    αιτιατική τὸ πιστάκιον τὰ πιστάκι
     κλητική ! πιστάκιον πιστάκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πιστακίω
γεν-δοτ τοῖν  πιστακίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πιστάκιον < πιστάκ(η) + -ιον. Συγγενή: → δείτε τη λέξη πιστάκη & το νεοελληνικό φιστίκι. (Χρειάζεται έλεγχο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιστάκιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

πιστάκιον (ελληνιστική κοινή)

λατινικά: pistacium
βενετικά: pistacio
γαλλικά: pistache
ιταλικά: pistacchio
αγγλικά: pistachio
πολωνικά: pistacja

Για το φιστίκι → δείτε πιστάκη & την αραβική فُسْتُق (fustuq)