πιστάκιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πιστάκιον | τὰ | πιστάκιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | πιστακίου | τῶν | πιστακίων | ||||
δοτική | τῷ | πιστακίῳ | τοῖς | πιστακίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | πιστάκιον | τὰ | πιστάκιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | πιστάκιον | πιστάκιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιστακίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πιστακίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιστάκιον < πιστάκ(η) + -ιον. Συγγενή: → δείτε τη λέξη πιστάκη & το νεοελληνικό φιστίκι. (Χρειάζεται έλεγχο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιστάκιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίαπιστάκιον (ελληνιστική κοινή)
Για το φιστίκι → δείτε πιστάκη & την αραβική فُسْتُق (fustuq)
Πηγές
επεξεργασία- πιστάκιον, πιστάκια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.